- οἶμοι
- οἶμοςwaymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἴμοι — ah me ! woe s me ! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίμοι — (ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι) (επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής… … Dictionary of Greek
οιβοιβοί — οἰβοιβοῑ (Α) (ποιητ. τ.) επιφών. οίμοι, αλί, αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμοι] … Dictionary of Greek
πανοίμοι — Α επιφών. ω μεγάλη δυστυχία («οἴμοι, πανοίμι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἴμοι, επιφών. θλίψης, πόνου] … Dictionary of Greek
ώμοι — και ὦμοι Α επιφών. οίμοι, αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφών. σχηματισμένο από το επιφών. ὦ / ὤ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής προσωπικής αντωνυμίας (πρβλ. οἴμοι)] … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия
у — I двадцать первая буква др. русск., цслав. алфавита, первонач. передававшееся как оу. Числовое знач. = 400. Называлось укъ, ср. др. русск., цслав. укъ doctrina . Др. русск. у произошло частично из праслав. u, частично – из праслав. ǫ. Последнее… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ух — межд., уже русск. цслав. ухъ οὑαί, οἴμοι (Изборн. Святосл. 1073 г. и др.; см. Срезн. III, 1330 и сл.). Звукоподражательное … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Dimitrios Galanos — Portrait of Dimitrios Galanos. The original now resides in the gallery of the University of Athens Dimitrios Galanos (Greek Δημήτριος Γαλανός, 1760 1833) was the earliest recorded Greek Indologist. His translations of Sanskrit texts into Greek… … Wikipedia
αλίμονο — επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή… … Dictionary of Greek